- ὁρκάνη
- ὁρκάνηenclosurefem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ορκάνη — ὁρκάνη, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) 1. ακανθώδες περίφραγμα, φράχτης 2. θηρευτικό δίχτυ 3. (κατά τον Ησύχ.) δεσμωτήριο, φυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα ὁρκ τού θ. ἑρκ τής λ. ἕρκος «φραγμός» (βλ. λ. έρκος)] … Dictionary of Greek
ὁρκάνην — ὁρκάνη enclosure fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρκάνα — ὁρκάνᾱ , ὁρκάνη enclosure fem nom/voc/acc dual ὁρκάνᾱ , ὁρκάνη enclosure fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρκάνας — ὁρκάνᾱς , ὁρκάνη enclosure fem acc pl ὁρκάνᾱς , ὁρκάνη enclosure fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορκάθους — ὁρκάθους (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐφ ὧν τὰ σῡκα ψύχουσι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με τα ἕρκος, ὁρκάνη] … Dictionary of Greek
ορκούρος — ὁρκοῡρος, ὁ (Α) αυτός που φρουρεί ένα έρκος, έναν προμαχώνα ή περίβολο, ερκούρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαφορετική γρφ. τού ἑρκοῦρος* (< ἕρκος «φραγμός» + οὗρος «φύλαξ»), πρβλ. ὁρκάνη: ἑρκάνη] … Dictionary of Greek
ορχάμη — ὀρχάμη, ἡ (Α) ακαλλιέργητος τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. τ., που πρέπει να διορθωθεί σε ὁρκάνη] … Dictionary of Greek
πολιορκώ — πολιορκῶ, έω, ΝΜΑ 1. αποκλείω με πολιορκία οχυρωμένη θέση με σκοπό την άλωση ή παράδοσή της («ἐπολιόρκησε τὴν Μίλητον τρόπῳ τοιῷδε», Ηρόδ.) 2. επιζητώ κάτι επίμονα και ενοχλητικά νεοελλ. περιτριγυρίζω κάποιο πρόσωπο με σκοπό την ερωτική κατάκτηση … Dictionary of Greek
serk- — serk English meaning: hedge, to fence Deutsche Übersetzung: “Flechtwerk, einhegen”? Material: Gk. ἕρκος n. “ paddock, corral, pen, fold, fence, Wall; loop, noose, snare, Fangnetz”, ὁρκάνη “Umzäunung”, ὅρκος m., ὅρκιον “oath”; Lat … Proto-Indo-European etymological dictionary